Ανθίβολο: ένα πολύτιμο εργαλείο!
Anthivolo: a precius tool!
I don’t think there is an exact translation for the word “ανθίβολον”. The term is used to determine every drawing the painter creates in order to transfer and reproduce an icon. Anthivola (plural of anthivolo) were vastly used in post-Byzantine times, initially in Crete and the Venetian-occupied areas as the demand of icons through the christian territories rose. Once created the anthivolon could be used several times to reproduce the same image so it was kept and preserved with caution due to the fragile nature of the paper. They were concidered among the painters as one of the most important and valuable tools and were passed on either by inheritance, sale or exchange.
Ο όρος “ανθίβολο” δηλώνει κάθε πρότυπο σχέδιο που χρησιμοποιεί ο ζωγράφος για να αναπαράγει τα διάφορα εικονογραφικά θέματα. Τα ανθίβολα, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στους μεταβυζαντινούς χρόνους αρχικά στην Κρήτη και τις βενετοκρατούμενες περιοχές όπου η μεγάλη ζήτηση για την παραγωγή εικόνων, ανάγκασε τα εργαστήρια να βρουν τρόπους για να αυξήσουν την παραγωγή τους. Η δημιουργία του σχεδίου θεωρείται το Α και το Ω στην εικονογραφική τέχνη και αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα κομμάτια της εργασίας που απαιτεί ακρίβεια και γνώσεις. Έτσι, κάθε ζωγράφος φύλαγε τα ανθίβολά του ευλαβικά και τα χρησιμοποιούσε ξανά και ξανά για την αναπαραγωγή των θεμάτων καθώς η ζήτηση και οι παραγγελίες αυξάνονταν. Τα ανθίβολα αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα και πολύτιμα εργαλεία της δουλειάς ενός ζωγράφου γι’ αυτό και μεταβιβάζονταν είτε μέσω κληρονομιάς, πώλησης ή ανταλλαγής.

(πηγή: Βυζαντινό και Χριστιανικό μουσείο Αθηνών) Τα ανθίβολα ανήκουν στα βασικά εργαλεία της δουλειάς ενός ζωγράφου, όπως τα χρώματα και τα πινέλα, και προορίζονται για την αναπαραγωγή των εικονογραφικών θεμάτων. Αποτελούν τα σχέδια εργασίας των μεταβυζαντινών κυρίως ζωγράφων με ιδιαίτερη διάδοση αρχικά στην Κρήτη και στις βενετοκρατούμενες περιοχές. Η αυξανόμενη ζήτηση των εικόνων αλλά και η διάδοση του χαρτιού ως υλικού σχεδίασης επέβαλλαν σταδιακά τα ανθίβολα στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο σε όλα σχεδόν τα σημαντικά κέντρα της μεταβυζαντινής τέχνης.
Αποτελούν πολύτιμο υλικό που μεταβιβάζεται από ζωγράφο σε ζωγράφο μέσω πώλησης, ανταλλαγής ή κληρονομιάς μεταφέροντας την ιδιαίτερη εικονογραφική παράδοση εικονογραφικούς τύπους και χαρακτηριστικά από το ένα καλλιτεχνικό εργαστήριο στο άλλο.

Η χρήση του όρου (ανθίβολο ή αθίβολο) καθιερώθηκε ευρέως τον 18ο αιώνα από τον Διονύσιο εκ Φουρνά στην «Ερμηνεία της Ζωγραφικής τέχνης», η οποία και αποτέλεσε τον βασικό οδηγό ως προς τις τεχνικές κατασκευής και χρήσης των ανθιβόλων.
(πηγή: Μουσείο Μπενάκη) Μέσα στις συνθήκες που διαμορφώνονται με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και τη διάλυση του βυζαντινού κράτους, η Κρήτη –βενετική κτήση από τις αρχές του 13ου αιώνα (1210)– μετασχηματίζεται στο σημαντικότερο καλλιτεχνικό κέντρο του ορθόδοξου κόσμου. Πολυάριθμα εργαστήρια ζωγραφικής οργανώνονται ιδιαίτερα στον Χάνδακα, που αναλαμβάνουν μεγάλες παραγγελίες εικόνων. Για να αντεπεξέλθουν στην αυξημένη ζήτηση της αγοράς οργανώνονται κατάλληλα. Διερευνώντας τους τρόπους με τους οποίους οι Κρητικοί ζωγράφοι από τον 15o έως και τον 17ο αιώνα αναπαρήγαγαν και μετέφεραν τα εικονογραφικά τους θέματα από εικόνα σε εικόνα, διαπιστώνουμε ότι αυτό γινόταν με τη βοήθεια ανθιβόλων. Τα ανθίβολα ήταν δηλαδή σχέδια εργασίας με τα οποία οι Κρητικοί ζωγράφοι μπορούσαν να αντιγράψουν και να μεταφέρουν αυτούσιο και «κατά γράμμα» το εικονογραφικό θέμα μιας εικόνας σε μιαν άλλη.

Τα ανθίβολα αποτελούσαν ένα είδος εικονογραφικού οδηγού για τους ζωγράφους που αναλάμβαναν την κατασκευή φορητών εικόνων. Συχνά, τα ανθίβολα χρωματίζονταν δειγματοληπτικά σύμφωνα με τα χρώματα των πρωτότυπων έργων. Έτσι αποτελούσαν ταυτόχρονα και ένα είδος δειγματολογίου που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι, προκειμένου οι υποψήφιοι πελάτες να διαλέξουν το θέμα της αρεσκείας τους. Παρουσιάζουν εξαιρετικό εικαστικό αλλά και επιστημονικό ενδιαφέρον καθώς αποτελούν αυθεντικές υλικές μαρτυρίες για τις αισθητικές αντιλήψεις που χαρακτηρίζουν μια ολόκληρη εποχή.
Anthivola were a kind of an iconographic guide or reference for the artists in order to preserve and reproduce certain, traditional iconographic types. They were usually drawn in charcoal or ink, but often some color was added as a reference to the prototype or as a sample to help potential clients to choose and place their order. Anthivola are concidered to be of great artistic and scientific interest as they concist material evidence of the aesthetic perceptions that characterize an entire era.